πραιτωριανοί

πραιτωριανοί
Η σωματοφυλακή του αυτοκράτορα στην αρχαία Ρώμη. Ο θεσμός τους καθιερώθηκε από τον Αύγουστο και στρατολογούνταν εθελοντικά μεταξύ των Ιταλών πολιτών μέχρι τον Σεπτίμιο Σεβήρο· αργότερα και μεταξύ των επαρχιωτών. Τη διοίκησή τους είχε ο praefectus praetorio, η υπηρεσία τους ήταν μικρότερη από των άλλων στρατιωτών, ο μισθός τους μεγαλύτερος και έμεναν σε ιδιαίτερο στρατόπεδο, το λεγόμενο castra praetoria. Αρχικά υπήρχαν 9 κοόρτεις π., από τις οποίες οι 2 έμεναν στη Ρώμη και οι άλλες στις περιοχές της Iταλίας όπου συνήθιζε να μένει ο αυτοκράτορας περισσότερο καιρό. Οι π. έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ρωμαϊκή ιστορία· ανακήρυξαν πολλούς αυτοκράτορες με μεγάλα ανταλλάγματα και δολοφόνησαν αρκετούς (Καλιγούλα, Δομιτιανό, Περτίνακα). Το σώμα των πραιτωριανών διαλύθηκε από τον Κωνσταντίνο το 313. Το σώμα των πραιτωριανών, των σωματοφυλάκων του αυτοκράτορα, που εικονίζονται εδώ σε ρωμαϊκό ανάγλυφο, το ίδρυσε ο Αύγουστος και το κατάργησε ο Κωνσταντίνος το 313. (Παρίσι, Μουσείο Λούβρου)

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πραιτωριανοί — soldiers of the praetorian guard masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραιτωριανοῖς — πραιτωριανοί soldiers of the praetorian guard masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραιτωριανούς — πραιτωριανοί soldiers of the praetorian guard masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραιτωριανῶν — πραιτωριανοί soldiers of the praetorian guard masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραιτωριανός — πραιτωριανός, ή, όν, ΝΑ, και πραιτοριανός, Ν 1. αυτός που έχει σχέση με τον πραίτωρα ή ανήκει σε αυτόν 2. δορυφόρος, σωματοφύλακας τού πραίτωρα 3. το αρσ. ως ουσ. ο πραιτωριανός ή πραιτοριανός α) στρατιώτης τής προσωπικής φρουράς τού Ρωμαίου… …   Dictionary of Greek

  • στρατηγικός — ή, ό / στρατηγικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατηγός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε στρατηγό (α. «στρατηγικό σχέδιο» β. «στρατηγικά έργα», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την πείρα και την ικανότητα τού στρατηγού, ο έμπειρος και ικανός… …   Dictionary of Greek

  • Ηλιογάβαλος — (205 – 222 μ.Χ.). Αυτοκράτορας της Ρώμης (218 222). Ήταν νόθος γιος του Καρακάλλα και της Σωαιμιάδας, κόρης της Ιουλίας Μαίσας, γυναικαδελφής του Σεπτίμιου Σεβήρου. Σε παιδική ηλικία, έγινε αρχιερέας του θεού Ηλιογάβαλου στην Έμεσα της Συρίας,… …   Dictionary of Greek

  • Περτίναξ, Πόπλιος Όλβιος — (Λιγουρία, 1η Αυγούστου 126 – Pώμη, 31 Δεκεμβρίου 192). Ρωμαίος αυτοκράτορας από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 193 μ.Χ., γιος ενός απελεύθερου ξυλέμπορου. Αφού δίδαξε σε ένα σχολείο, κατατάχθηκε στον στρατό, διοικώντας μονάδες στη Συρία και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”